εμψυχώνομαι

εμψυχώνομαι
εμψυχώνομαι, εμψυχώθηκα, εμψυχωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] …   Dictionary of Greek

  • αναψυχώ — ἀναψυχῶ ( όω) (Μ) 1. δίνω πάλι ψυχή, αναζωογονώ, ανασταίνω 2. μέσ. παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αντιστυλώνω — 1. στηρίζω από το αντίθετο μέρος, αντιστηρίζω 2. υποβαστάζω με αντιστύλι το φορτίο υποζυγίου 3. ( ομαι) ανορθώνομαι για να αντισταθώ, παίρνω δυνάμεις, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • επαναθαρρώ — ἐπαναθαρρῶ, έω (Α) αναθαρρώ, αναλαμβάνω θάρρος, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • θυμηγερώ — θυμηγερῶ, έω (Α) συνέρχομαι, επιστρατεύω τις ψυχικές δυνάμεις μου, εμψυχώνομαι, ξαναβρίσκω το θάρρος μου («ἐκ δ ἔπεσον θυμηγερέων» βγήκα έξω στην ακτή συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αγείρω] …   Dictionary of Greek

  • μετανάβω — και ματανάβω (Μ μετανάβω και ματανάβω) 1. αναζωπυρώνω, ξανανάβω κάτι 2. ανάβω πάλι, αναζωπυρώνομαι μσν. αναθαρρώ, εμψυχώνομαι εκ νέου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”